προσεκτικώτερον

προσεκτικώτερον
προσεκτικός
attentive
adverbial comp
προσεκτικός
attentive
masc acc comp sg
προσεκτικός
attentive
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσεκτικός — ή, ό / προσεκτικός, ή, όν, ΝΑ, και προσεχτικός, ή, ό, Ν [προσέχω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῑς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῡ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”